κορδιερίτης

κορδιερίτης
ο
(ορυκτ.) πυριτικό ορυκτό με γαλάζιο χρώμα που απαντά με τη μορφή κρυστάλλων ή κόκκων σε εκρηξιγενή πετρώματα μόνο ως αποτέλεσμα ρύπανσης τού μάγματος από ένα αργιλικό ίζημα, αλλ. διχροΐτης ή ιόλιθος.
[ΕΤΥΜΟΛ. Μεταφορά στην ελλ. ξεν. όρου, πρβλ. αγγλ. cordierite από το όν. τού Γάλλου γεωλόγου Pierre L. Α. Cordier + κατάλ. -ite].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • ιόλιθος — ο (ορυκτ.) άλλη ονομασία τού ορυκτού κορδιερίτης. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. iolite < γερμ. Iolith < io (πρβλ. ἴον) + lith (πρβλ. λίθος)] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”